(AM ἀποστρέφω)
μσν.- νεοελλ.
1. επιστρέφω, γυρίζω, στρέφω το πρόσωπο ή το βλέμμα προς άλλη κατεύθυνση
3. (-ομαι) αισθάνομαι αποστροφή, αντιπαθώ, αποφεύγω κάποιον ή κάτι
3. (-ομαι) επανέρχομαι, επιστρέφω
μσν.
1. μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω
2. φθάνω
3. διώχνω