ἀρισφαλής

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[ᾰρ], ές,

   A very slippery or treacherous, οὐδός Od.17.196.

German (Pape)

[Seite 353] (σφάλλω), οὐδός, wo man leicht aus gleitet, trüglich, Od. 17, 196.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρισφᾰλής: -ές, ὁ λίαν ὀλισθηρός, ἐπισφαλής, ἐπεὶ ἦ φατ' ἀρισφαλέ’ ἔμμεναι οὐδόν Ὀδ. Ρ. 196.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très glissant.
Étymologie: ἀρι-, σφάλλω.

English (Autenrieth)

(σφάλλω): slippery; οὐδός, Od. 17.196†.

Spanish (DGE)

(ἀρισφᾰλής) -ές

• Prosodia: [ᾰρ-]
muy resbaladizo οὐδός Od.17.196, Hsch., EM 142.32G.

Greek Monolingual

ἀρισφαλής, -ές (Α)
1. ο πολύ ολισθηρός
2. ο σφαλερός, ο απατηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -σφαλής < σφάλλω «ρίχνω κάτω, ανατρέπω, πέφτω σε σφάλμα»].