ασπρολογώ

Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(-άω)
1. είμαι κάτασπρος, ξεχωρίζω για τη λευκότητα μου («το χωριό ασπρολογούσε»)
2. (για τον ουρανό) παίρνω το πρώτο αμυδρό φως της αυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + -λογώ < λέγω (πρβλ. βλαστολογώ, δροσολογώ, κρυολογώ, ψοφολογώ κ.ά.)].