γονυκαμπής

Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές (για άλογα) εκείνος του οποίου τα γόνατα προεξέχουν, οπότε το κάτω από το γόνατο μέρος του ποδιού είναι κυρτό προς τα εμπρός σαν τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -καμπής < κάμπτω (πρβλ. ακαμπής, δυσκαμπής, ευκαμπής). Η λ. γονυκαμπής (ίππος) μαρτυρείται από το 1890 στον Γεώργιο Πιλάβιο].