δυσκαμπής
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
δυσκαμπές, hard to bend, Plu.2.650d, Aret.SD2.3: Comp., Sabin. ap. Orib.9.19.2.
Spanish (DGE)
-ές
1 difícil de doblar, rígido de partes del cuerpo ποιεῖ δὲ καὶ νεῦρα δυσκαμπῆ ... τὸ ἄγαν ψῦχος Plu.2.953d, βλέφαρα Gal.3.811, 7.260, ῥάχις Archig. en Aët.11.4, de pers. κατὰ ῥάχιν δ. Aret.SD 2.3.5, cf. Gal.6.199
•subst. τὸ δ. rigidez τὸ δ. αὐτῶν (τῶν γερόντων) Plu.2.650d, plu. τὰ δυσκαμπῆ las partes rígidas Gal.9.325.
2 poco flexible de árboles, Sabin. en Orib.9.19.2, κέδρος Basil.M.29.293B
•fig. inflexible, difícil de inclinarse γόνυ Chrys.M.64.24
•neutr. subst. τὸ δ. πρὸς τὴν ἀρετὴν τοῦ ἡγεμονικοῦ Origenes Fr.in Ps.106.16.
German (Pape)
[Seite 682] ές, unbiegsam; νεῦρα Plut. de prim. frigid. 18; φωνή Poll. 2, 117; ἵππος 1, 219.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
difficile à courber.
Étymologie: δυσ-, κάμπτω.
Russian (Dvoretsky)
δυσκαμπής: с трудом сгибающийся, негибкий (δ. καὶ σκληρός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσκαμπής: -ές, δύσκαμπτος, Πλούτ. 2, 650D, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3.
Greek Monolingual
δυσκαμπής, -ές (Α)
1. δύσκαμπτος
2. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται, ο δυσήνιος.