στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
-ές (για άλογα) εκείνος του οποίου τα γόνατα προεξέχουν, οπότε το κάτω από το γόνατο μέρος του ποδιού είναι κυρτό προς τα εμπρός σαν τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -καμπής < κάμπτω (πρβλ. ακαμπής, δυσκαμπής, ευκαμπής). Η λ. γονυκαμπής (ίππος) μαρτυρείται από το 1890 στον Γεώργιο Πιλάβιο].