διάχυση

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM διάχυσις)
διασκορπισμό, έκχυση
νεοελλ.
διαχύσεις
ζωηρή εκδήλωση φιλικών συναισθημάτων
αρχ.
1. έκταση, εξάπλωση
2. φθορά, καταστροφή, βλάβη
3. τήξη
4. καταπράυνση
5. χαύνωση, χαλάρωση
6. φαιδρότητα
7. (ειρωνικά) εμπαιγμός
8. το δελφίνι (Για τις εγκυκλοπαιδικές χρήσεις του όρου βλέπε τα αντίστοιχα εγκυκλοπαιδικά λήμματα).