δορυφορώ

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM δορυφορῶ, -έω)
είμαι δορυφόρος, σωματοφύλακας
νεοελλ.
ακολουθώ τυφλά, δουλικά κάποιον
μσν.
1. περιστοιχίζω, περιτριγυρίζω
αρχ.
1. είμαι οπλισμένος με δόρυ
2. διαφυλάσσω, διασφαλίζω
3. βρίσκομαι κάτω από την επίδραση ή την προστασία κάποιου
4. (για τους πλανήτες) διαγράφω τροχιά γύρω από τον ήλιο.