εγγύη
Greek Monolingual
ἐγγύη, η (AM)
ό,τι δίνεται ως ενέχυρο, εγγύηση ή ασφάλεια
αρχ.
1. συνεκδ. αυτό που καταβάλλεται ως εγγύηση
2. μνηστεία στην Αθήνα κατά την οποία ο πατέρας της νύφης τήν έδινε στον γαμπρό μπροστά σε μάρτυρες
3. (κατά τον Ησύχιο) «σημεῑον ἐν θυτικῇ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εγγύη είναι πιθ. σύνθετη από την πρόθεση εν και μια αμάρτυρη λέξη γύᾱ, ιων.-αττ. γύη. Η λ. αυτή απαντά στο αβεστ. gava «χέρι» καθώς και ως β' συνθετικό στο σύνθετο υπό-γυ(ι)ος και συνδέεται με τα γύαλον, γύης, γυία. Υποστηρίχτηκε επίσης ότι τα εγγύη, έγγυος είναι μεταρρηματικά παράγωγα του εγγυώ, αλλά και το αντίθετο, δηλ. ότι το εγγύη ανάγεται σε ένα επίθ. έγγυος με αμάρτυρη σημ. «μέσα στα χέρια» και ότι το εγγυώ είναι μετονοματικό παράγωγο του εγγύη. Η αρχική έννοια αυτής της λεξιλογικής οικογένειας ήταν «κοιλότητα, καμπυλότητα, κοιλότητα του χεριού, παλάμη», απ' όπου προήλθε η σημ. «τεκμήριο που παραδίδεται στο χέρι» και αργότερα κατέληξε να δηλώνει τον γνωστό σήμερα νομικό όρο της εγγύησης].