εξοδεύω

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ξοδεύω (AM ἐξοδεύω) έξοδος
μσν.- νεοελλ.
δαπανώ, καταναλώνω
νεοελλ.
1. διαθέτω το εμπόρευμά μου σε αγοραστές
2. υποβάλλω άλλον σε έξοδα
αρχ.-μσν.
1. βγαίνω και πορεύομαι κάπου
2. αναχωρώ, φεύγω
3. εκστρατεύω
4. φεύγω από τη ζωή, πεθαίνω
αρχ.
1. βγάζω έξω από τον δρόμο, παραπλανώ
2. αναλύω, ερμηνεύω.