επιφθέγγομαι
Greek Monolingual
ἐπιφθέγγομαι (Α)
1. μιλώ μετά από κάποιον ή σε συμφωνία με κάποιον («ἐγώ δ’ ἐπιφθέγγομαι κεκλαυμένα», Αισχύλ.)
2. εκφέρω κάτι συγχρόνως ή σε σχέση με κάτι («ἐπεφθέγγετο τὰς νενομισμένας... φωνάς», Πλούτ.)
3. λέω, αποφαίνομαι επί πλέον («μίαν ἐπ’ αὐτοῑς ὡς οὖσαν γραμματικὴν τέχνην ἐπεφθέγξατο», Πλάτ.)
4. λέω, προφέρω («τῆς αὐτῶν φωνῆς μόριον ἐπιφθεγγόμενοι», Πλάτ.)
5. αποκαλώ
6. αναφέρω
7. φωνάζω σε απάντηση («καὶ ὁ μἐν ἡγεῑτο λέγων "ἔξω χριστιανούς", τὸ δὲ πλῆθος ἐπεφθέγγετο "ἔξω ἐπικουρείους"», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φθέγγομαι «μιλώ»].