εὐφροσύνη
English (LSJ)
Ep. ἐϋφρ-, ἡ, (εὔφρων)
A mirth, merriment, γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι Od.20.8, cf. 10.465, etc.; esp. of a banquet, good cheer, festivily, οὐ . . τί φημι χαριέστερον εἶναι ἢ ὅτ' ἐϋφροσύνη μὲν ἔχῃ κατὰ δῆμον ἅπαντα κτλ. 9.6, cf. h.Merc.449, 482, etc.; κρατὴρ μεστὸς ἐϋφροσύνης Xenoph.1.4: pl., σφισι θυμὸς αἰὲν ἐϋφροσυνῃσιν ἰαίνεται is cheered with glad thoughts, Od.6.156; festivities, A.Pr. 539, E.Ba.377 (both lyr.), etc.: chiefly poet., used by X.Cyr.8.1.32, Ages.9.4 (pl.): in sg., Id.Cyr.3.3.7, Pl.Ti.80b; ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐ. Epicur. Fr.2: also in later Prose, LXX Ge.31.27, al., Act.Ap.2.28, Diogenian. Epicur.4.50, PLips.119 ii 1 (iii A. D.), etc.; εὐ. ψυχῆς οἶνος πινόμενος LXX Si.34.28 (31.36). II pr. n., Euphrosyne, one of the Graces, Hes.Th.909, etc.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐϋφροσύνη;
ης (ἡ) :
1 joie, gaîté, plaisir;
2 particul. joie dans un festin, bonne chère.
Étymologie: εὔφρων.
English (Strong)
from the same as εὐφραίνω; joyfulness: gladness, joy.
English (Thayer)
εὐφροσύνης, ἡ (εὔφρων (well-minded, cheerful)), from Homer down; good cheer, joy, gladness: Acts 14:17>.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐφροσύνη, Α επικ. τ. ἐϋφροσύνη) εύφρων
1. χαρά, ευθυμία, φαιδρότητα, αγαλλίαση («γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι», Ομ. Οδ.)
αρχ.
ως κύριο όν. ἡ Εὐφροσύνη
μία από τις τρεις Χάριτες.