εύφρων

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source

Greek Monolingual

-ον (Α εὔφρων, επικ. τ. ἐΰφρων, -ον)
νεοελλ.
φρόνιμος, συνετός, σώφρων
αρχ.
1. (για πρόσ.) χαρούμενος, γεμάτος ευφροσύνη, ευχαριστημένος («εἴ πέρ τις... δαίνυται εὔφρων», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που προκαλεί ευθυμία ή αγαλλίαση, ο ευχάριστοςεὔφρων οἶμος», Πίνδ.)
3. αυτός που έχει καλές διαθέσεις, ο ευμενής, ο αγαθός
4. (για λόγο) εύφημος («πῶς εὔφρον' εἴπω;», Αισχύλ.).
επίρρ...
εὐφρόνως (Α)
1. με ευφροσύνη
2. ευμενώς, με ευνοϊκή διάθεση («ἀλλ' αὐτὸν εὐφρόνως σὺ πράϋνον λόγοις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φρων (< φρην) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν- (πρβλ. άφρων, εχέφρων). Παρλλ. τ. εΰ-φρων.
ΠΑΡ. ευφραίνω, ευφροσύνη
αρχ.
ευφρονέων, ευφρόνη].