θεοσοφία

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ἡ,

   A knowledge of things divine, PMag.Leid.W.6.17; ἡ ἄγαν θ. Porph.Abst.4.9; Ἑλληνική, Χαλδαϊκὴ θ., Procl.Theol.Plat.5.35, Dam. Pr.350.

German (Pape)

[Seite 1198] ἡ, = θεολογία, Dion. Ar.

Greek (Liddell-Scott)

θεοσοφία: ἡ, γνῶσις τῶν θείων, θεία σοφία, Ἐκκλ.

Spanish

conocimiento de lo divino, sabiduría divina

Greek Monolingual

η (Α θεοσοφία) θεόσοφος
η γνώση τών θείων πραγμάτων, η θεία σοφία
νεοελλ.
(φιλοσ.)
1. φιλοσοφικοθρησκευτική δοξασία κατά την οποία ο άνθρωπος ως πνευματικό ον αποτελείται από την ίδια ουσία με τον θεό, με τον οποίο επιδιώκει να επικοινωνήσει
2. σύστημα θεολογικής και μεταφυσικής φιλοσοφίας το οποίο προσπαθεί να συνενώσει όλες τις θρησκείες με την επιστήμη.