κάβος

Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ὁ, (Hebr.

   A [kudot ]ab) corn-measure,= 4 ξέσται, LXX 4 Ki.6.25; f.l. in Gp.7.20.1.

German (Pape)

[Seite 1278] ὁ (Fremdwort), ein Getreidemaaß, VLL. In den Geop. steht ἐν τῷ κάβῳ τῷ λεγομένῳ χοίνικι.

Greek (Liddell-Scott)

κάβος: ὁ, μέτρον σίτου ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ Ἑλληνικὸν χοῖνιξ, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 25), Γεωπ. 7. 20. Πιθαν. ἐκ τοῦ Ἑβραϊκοῦ Kab.).

Greek Monolingual

(I)
κάβος, ὁ (Α)
εβραϊκό μέτρο για σιτάρι και ψωμί, αντίστοιχο προς το αρχ. ελλ. χοίνιξ, ίσο με 4 ξέστας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. qab].———————— (II)
ο (Μ κάβος)
1. ακρωτήριο, συνήθως ψηλό και απόκρημνο
2. χοντρό σχοινί τών πλοίων, καραβόσκοινο, παλαμάρι
νεοελλ.
φρ. α. (για τους κύκλιους ελλ. χορούς) «σέρνω τον κάβο» — είμαι πρώτος στον χορό, μπαίνω μπροστινός
β. «παίρνω κάβο» — αρχίζω να αντιλαμβάνομαι, να μπαίνω στο νόημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «ακρωτήριο» η λ. προέρχεται από γενουατικό cavo, ενώ με τη σημ. «σχοινί» από το ιταλ. cavo].