κοίτασμα

Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Μ κοίτασμα)
νεοελλ.
1. η συσσώρευση ενός ή περισσότερων μεταλλευμάτων ή άλλων χρήσιμων ορυκτών στην επιφάνεια της γης ή κάτω από αυτήν
2. κάθε μάζα από συγκεντρώσεις ή παραγενέσεις ορυκτών εμπλουτισμένη σε ορισμένα χρήσιμα ορυκτά, ώστε να είναι δυνατή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η εκμετάλλευσή της
μσν.
το μέρος όπου πλαγιάζει κάποιος, η κοίτη, η κλίνηκοίτασμα σκληρόστρωτον», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κοιτάζω. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gisement. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].