μετώπιον

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

τό,

   A = μέτωπον, forehead, Il.11.95,16.739.    2 façade, ναοῦ SIG282 ii 20 (Priene, iv B. C.).    3 margin of a book, Gal.17(1).634, Hdn.Epim.2, 159.    4 bandage for the forehead, Gal. 18(1).803.    II aromatic Egyptian ointment containing μέτωπον III, Dsc.1.59; containing oil of bitter almonds, Apollon. ap. Ath.15.688f, cf. Gal.19.71, Paul.Aeg.7.20.    2 = ἀμυγδάλινον ἔλαιον, Dsc.1.33, Gloss.; cf. νετώπιον.

German (Pape)

[Seite 164] τό, 1) = μέτωπον, Stirn, Il. 11, 95. 16, 739. – 2) ein wohlriechendes ägyptisches Oel, Diosc. – 3) Stirnbinde, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

μετώπιον: τό, = μέτωπον, Ἰλ. Λ. 95., Π. 739. 2) ἐπίδεσμος διὰ τὸ μέτωπον, Γαλην. 18. 803, κτλ. 3) περιθώριον σελίδος, «ὥρα καὶ ἐν τοῖς μετωπίοις τῶν καταβατῶν ἐπισημαινομένους τοὺς ἐπιμερισμοὺς» Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 2. II. ἀρωματικόν τι μύρον τῆς Αἰγύπτου, Διοσκ. 1. 71, πρβλ. 39, Ἀθήν. 688F· πρβλ. μέτωπον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 front ; bandeau sur le front, ligature au front;
2 p. anal. marge d’une feuille, bord d’une page;
3 huile parfumée d’Égypte.
Étymologie: μέτωπον.

English (Autenrieth)

on the forehead, Il. 11.95 and Il. 16.739.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μετώπιον, Μ και μετώπιν και μετώπι) μέτωπον
νεοελλ.
ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που κείται στο μέσο της νοητής γραμμής η οποία ενώνει τους δύο μετωπικούς όγκους
μσν.
μετωπιαίο διακοσμητικό του κράνους ή της μίτρας
μσν.-αρχ.
μέτωπο
αρχ.
1. πρόσοψη
2. επίδεσμος για το μέτωπο
3. κάλυμμα του μετώπου τών ίππων
4. περιθώριο σελίδας
5. αρωματικό ελαιώδες μύρο που περιείχε έλαιο πικραμυγδάλου και το οποίο χρησιμοποιούσαν ιδίως στην Αίγυπτο
6. έλαιο αμυγδάλου.