μηνοειδής

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ές, (μείς, μήνη)

   A crescent-shaped, Hdt.1.75, Th.2.76, etc.; τομαί Arch.Pap.4.271 (iii A. D.); τάξις, φάλαγξ, X.An.5.2.13, Plu.Fab.16; μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν having formed them in a crescent, Hdt.8.16; of the sun when partially eclipsed, Th.2.28, X.HG4.3.10; of the crescent moon, Gem.9.7, Plu.2.157b, Vett. Val.106.31; μ. γωνία lune-like angle, Procl.in Euc.p.190.8, al. Adv. -δῶς Antyll. ap. Orib.44.23.39, Philostr. VA3.11, Longus 2.25.

German (Pape)

[Seite 175] ές, halbmondartig, -förmig; διώρυχα βαθέην ὀρύσσειν ἄγοντα μηνοειδέα, Her. 1, 75; μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, 8, 16, wo man τάγμα ergänzen kann, sie stellten die Schiffe halbmondförmig auf; ὁ ἥλιος γενόμενος μηνοειδής, bei der Sonnenfinsterniß, Thuc. 2, 28; vgl. Xen. Hell. 4, 3, 10 u. Plut. sept. sap. conv. 14, wo σελήνη πανσέληνος, μ., ἀμφίκυρτος die verschiedenen Mondviertel bezeichnen; τοῦ χωρίου μηνοειδοῦς ὄντος, Thuc. 7, 34; μηνοειδὲς ποιῶν τὸ κύρτωμα, von dem Heere, Pol. 3, 113, 8; σχῆμα, 115, 7; a. Sp.; βέλη, ὧν αἱ ἀκαὶ ἦσαν μηνοειδεῖς, Hdn. 1, 15, 11. – Adv., Philostr. v. Ap. 3, 11.

Greek (Liddell-Scott)

μηνοειδής: -ές, (μήνη) ὁ ἔχων σχῆμα ἡμισελήνου, Λατ. lunatus, Ἡρόδ. 1. 75, Θουκ. 2. 76, κτλ.˙ τάξις, φάλαγξ Ξεν. Ἀν. 5. 2, 13, Πλουτ. Φάβ. 16˙ μηνοειδὲς ποιήσαντες τῶν νεῶν, σχηματίσαντες αὐτὰς εἰς σχῆμα ἡμισελήνου, Ἡρόδ. 8. 16˙ ― ἐπὶ μερικῆς ἐκλείψεως τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Θουκ. 2. 28, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 10˙ ἐπὶ τῆς σελήνης ἐν τῇ ἀρχῇ αὐτῆς, Πλούτ. 2. 157Β˙ πρβλ. διχότομος, ἀμφίκυρτος. Ἐπίρρ. -δῶς, Φιλόστρ. 102, κλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de demi-lune ou de croissant.
Étymologie: μήν², εἶδος.

Greek Monolingual

-ές (Α μηνοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, ο δρεπανοειδής («μηνοειδὲς ποιήσαντες τών νεῶν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ. α) «μηνοειδές οστό» — οστό της μεσότητας του πρώτου στοίχου τών οστών του καρπού με ημισεληνοειδές σχήμα
β) «μηνοειδείς βαλβίδες»
ανατ. οι ημισεληνοειδείς γλωχίνες τών βαλβίδων που βρίσκονται στην αρχή της αορτής και της πνευμονικής αρτηρίας και εμποδίζουν την παλινδρόμηση του αίματος στην καρδιά κατά τη διαστολή της
γ) «μηνοειδής λίμνη»
(γεωμορφ.) μικρή λίμνη που καταλαμβάνει την καμπύλη ενός αποκομμένου μαιάνδρου σε μια ποτάμια κοίτη.
επίρρ...
μηνοειδώς (Α)
με μηνοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -ειδής].