ναυαγώ

Revision as of 11:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(ΑΜ ναυαγῶ, -έω, Α ιων. τ. ναυηγῶ) ναυαγός
1. (για πλοίο) γίνομαι ναυάγιο, βουλιάζω, καταποντίζομαι, ή εξοκέλλω και χάνω οριστικά την ικανότητα πλεύσης
2. (για πρόσ.) βρίσκομαι πάνω σε πλοίο που ναυαγεί
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ. ή ενέργ.) ματαιώνομαι, δεν πραγματοποιούμαι ή υφίσταμαι καταστροφή, αποτυγχάνω εντελώς στα σχέδια ή στις προσπάθειές μου, χρεωκοπώ («ναυάγησαν οι προσπάθειες για συμφιλίωση»)
αρχ.
1. (για άρματα, πήλινα αγγεία κ.λπ.) σπάζω, συντρίβομαι
2. (για πρόσ.) δεινοπαθώ.