ξύσιμο

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το ξύνω
1. το τρίψιμο ή η ξύση ερεθισμένου μέρους του δέρματος
2. ξέοη, απόξεση
3. μετατροπή μιας επιφάνειας σε λεία και ομαλή, λείανση, εξομάλυνση μιας επιφάνειας
4. χάραγμα μιας επιφάνειας με τα νύχια ή με αιχμηρό αντικείμενο
5. ξυσιά, ξυσιματιά
6. ξύσμα, απόξεσμα, ρίνισμα.