Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
η (ΑΜ ξῡσις και εσφ. γρφ. ξύσις) ξύω
ξύσιμο, απόξεση
νεοελλ.
παροιμ. «το φαΐ κι η ξύση όσο ν' αρχινίσει» — στο φαγητό και στο ξύσιμο αρκεί να γίνει η αρχή, γιατί κατόπιν δύσκολα σταματούν
αρχ.
1. εξέλκωση
2. στίλβωση, πλάνισμα ξύλου
3. εκδορά, γδάρσιμο
4. απόξεσμα, ρινίδιο, ρίνισμα.