νεροκράτης

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που ρυθμίζει τη ροή, τη διανομή του νερού, υδρονόμος, υδρονομέας
2. πέτρινη λεκάνη για νερό, γούρνα, ποτίστρα
3. κοινή ονομασία του φυτού που φέρει τη λόγια ονομασία δίψακος ο γναφευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο)- + -κράτης (< κρατώ), πρβλ. κλειδο-κράτης].