νεροκράτης
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που ρυθμίζει τη ροή, τη διανομή του νερού, υδρονόμος, υδρονομέας
2. πέτρινη λεκάνη για νερό, γούρνα, ποτίστρα
3. κοινή ονομασία του φυτού που φέρει τη λόγια ονομασία δίψακος ο γναφευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο)- + -κράτης (< κρατώ), πρβλ. κλειδοκράτης].