παραβίαση
Greek Monolingual
η
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραβιάζω, η με βίαιο τρόπο εισχώρηση ή διέλευση από κάπου
2. διάνοιξη κλειστού χώρου ή αντικειμένου με τη βία, διάρρηξη («παραβίαση του χρηματοκιβωτίου»)
3. (σχετικά με νόμο, καθιερωμένη τάξη, δίκαιο, έθιμο, συμφωνία, συνθήκη)
παράβαση, καταπάτηση (α. «παραβίαση της εκεχειρίας» β. «παραβίαση του ακαδημαϊκού ασύλου»)
4. φρ. «παραβίαση απορρήτου» — το να γίνεται κανείς, παρά τον νόμο, κάτοχος ενός κρατικού, υπηρεσιακού, επαγγελματικού ή άλλου μυστικού που είναι απόρρητο ή, εάν από τη φύση της ενασχόλησής του το κατέχει, το να το γνωστοποιεί σε άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραβιάζω. Η λ., στον λόγιο τ. παραδίαοις, μαρτυρείται από το 1832 στα 'Εγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως].