παραμύθι
Greek Monolingual
το / παραμύθιον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. διήγηση πλασμένη με ποιητική φαντασία, από τον κόσμο του μαγικού και του υπερφυσικού, χωρίς λογική εξάρτηση από τους όρους της πραγματικής ζωής, την οποία το ακροατήριο δέχεται με ευχαρίστηση, χωρίς να τή θεωρεί πιστευτή («κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ' του κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν' αρχινήσει», δημ. τραγούδι)
2. συν. στον πληθ. τα παραμύθια
μτφ. φανταστικές επινοήσεις, ψευτιές (α. «άσε τα παραμύθια και πες μου την αλήθεια» β. «αυτά είναι παραμύθια της Χαλιμάς!»)
3. συνεκδ. βιβλίο που περιέχει παραμύθια
αρχ.
1. προτρεπτικός λόγος, παρακίνηση, ενθάρρυνση
2. καταπράυνση, κατευνασμός
3. παρηγοριά, παραμυθία
4. φρ. «παραμύθια πλησμονής»
(στον Πλάτ.) καρποί που διεγείρουν την ήδη κορεσμένη όρεξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. παραμύθι με τη σημ. «φανταστική διήγηση» προέρχεται από αρχ. παραμύθ-ιον «παρηγοριά, παραίνεση» (< παραμυθοῦμαι) με την έννοια ότι μια φανταστική, πλαστή ιστορία χρησιμοποιείται ως παρηγοριά ή παραίνεση. Κατ' άλλους, το νεοελλ. παραμύθι έχει σχηματιστεί από την πρόθεση παρά (πρβλ. παρα-βολή, παρ-οιμία) + μύθος + επίθημα -ιον και είναι άσχετο με το αρχ. παραμύθιον.