παράς
Greek Monolingual
ο
1. το κατώτατο σε αξία τουρκικό νόμισμα, ίσο προς το 1/40 του γροσίου, δηλ. το 1/4000 της τουρκικής λίρας, το οποίο μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα κυκλοφορούσε ως χάλκινο κέρμα, από τότε όμως υπάρχει μόνο ως λογιστική υποδιαίρεση
2. (συνεκδ. και ιδίως στον πληθ.) οι παράδες
χρήματα, λεφτά, περιουσία
φρ. α) «βγάζει παράδες» — κερδίζει πολλά
β) «δεν έχει παράδες» — είναι φτωχός
γ) «τον έχει τον παρά» — είναι πλούσιος
δ) «βρίσκεται με παράδες» — έχει αρκετά χρήματα
ε) «θέλει νύφη με παράδες» — θέλει νύφη με αρκετή προίκα
στ) «λυπάται τον παρά» — είναι τσιγγούνης
ζ) «παράς με ουρά» — πολύς πλούτος
η) «δεν αξίζει [ή δεν κάνει] έναν παρά»
μτφ., i) (για πρόσ.) είναι εντελώς ανάξιος
ii) (για πράγμα) είναι ευτελέστατος
θ) «δεν δίνω έναν παρά» — αδιαφορώ τελείως για κάτι
ι) «τον έκανε ενού παρά [ή τριών ή πέντε παράδων]» — τον κατεξευτέλισε βρίζοντας ή επιτιμώντας τον
ια) «δέκα στον παρά» — λέγεται για ανθρώπους ή πράγματα ευτελέστατα
ιβ) «έχει τον παρά μέσα του»
(για αγοραζόμενο πράγμα) αξίζει πραγματικά όσο αγοράστηκε, η ποιότητά του είναι πολύ καλή και δικαιολογεί την τιμή του
3) παροιμ. α) «έχεις παράδες, σού κάνουν τεμενάδες» — εάν είσαι πλούσιος σέ υπολογίζουν και σέ σέβονται
β) «για τον παρά κολάζεσαι, με τον παρά κι αγιάζεις» — για να αποκτήσεις πλούτο μετέρχεσαι κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο, αλλά και με τον πλούτο αγοράζεις και τον εξαγνισμό σου»
γ) «με τον παρά μου... και την κυρά μου» — όταν έχεις χρήματα, σού είναι εύκολο το καθετί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. para].