πλυντήριος

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A of or for washing: Πλυντήρια (sc. ἱερά), τά, a festival at Athens (on the 25th Thargelion), in which the clothes of Athena's statue were washed, IG12.842, X.HG1.4.12, Lycurg.Fr.44, Plu.Alc.34, Phot.s.v.καλλυντήρια.

German (Pape)

[Seite 639] zum Waschen, Reinigen gehörig, geschickt; davon τὰ πλυντήρια, sc. ἱερά, ein Reinigungsfest der Athene, nach Andern der Aglauros, Kekrops' Tochter, in Athen gefeiert, Xen. Hell. 1, 4, 12, Plut. Alc. 34 u. Hesych., am 25. Thargelion.

Greek (Liddell-Scott)

πλυντήριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πλύσιν· Πλυντήρια (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἑορτὴ ἐν Ἀθήναις (ἀγομένη τῇ 25ῃ τοῦ Θαργηλιῶνος), καθ’ ἣν τὰ ἐνδύματα τοῦ ἀγάλματος τῆς Ἀθηνᾶς ἐπλύνοντο, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 12, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρπ., Πλουτ. Ἀλκιβ. 34, Φώτ.· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst. § 69. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πλυντήρια· ἑορτὴ Ἀθήνησιν, ἣν ἐπὶ τῇ Ἀγλαύρου τῆς Κέκροπος θυγατρὸς τιμῇ ἄγουσιν».

Greek Monolingual

-α, -ο / πλυντήριος, -ον ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλύση ή ο κατάλληλος για πλύση
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πλυντήριο
α) μέρος του σπιτιού ὁπου γίνεται το πλύσιμο, πλυσταρειό
β) κατάστημα που αναλαμβάνει το πλύσιμο τών ρούχων, καθαριστήριο
γ) τμήμα εργοστασίου ὁπου γίνεται το πλύσιμο ενός προϊόντος
2. φρ. α) «πλυντήριο ρούχων»
τεχνολ. ηλεκτρομηχανική διάταξη, προορισμένη για το αυτόματο πλύσιμο τών ρούχων
β) «πλυντήριο πιάτων»
τεχνολ. ηλεκτρική συσκευή κατάλληλη για το πλύσιμο πιάτων, ποτηριών και μαχαιροπίρουνων
γ) μτφ. «πλυντήριο του βρόμικου χρήματος» — επιχείρηση, ίδρυμα, θεσμός για τη νομιμοποίηση χρημάτων που αποκτήθηκαν με παράνομο τρόπο
(μσναρχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ πλυντήριον
νερό για πλύσιμο
αρχ.
(ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πλυντήρια
μυστηριακή γιορτή που τελούσαν στην Αθήνα στις 25 του μήνα Θαργηλιώνος και κατά την οποία γινόταν κάθαρση του παλιού ξοάνου ή πέπλου της Αθηνάς, ή, κατ' άλλους, γιορτή προς τιμήν της Αγραύλου, κόρης του Κέκροπος, ιέρειας της Αθηνάς, στης οποίας το ιερό έδιναν οι έφηβοι τον ὁρκο πίστεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. θερμαν-τήριος)].