πρόκριση
Greek Monolingual
η / πρόκρισις, -ίσεως, ΝΑ προκρίνω
νεοελλ.
1. η προκαταρκτική κρίση
2. (αθλ.) η επιτυχής δοκιμασία σε προκριματικούς αγώνες
3. φρ. «πρόκριση συναλλαγής»
(οικον.) η απόκτηση ενός προϊόντος σε μια αγορά και η σχεδόν ταυτόχρονη μεταπώλησή του σε μια άλλη, με στόχο την αποκομιδή κέρδους από τη διαφοροποίηση τών τιμών μεταξύ τών δύο αγορών
αρχ.
1. προτίμηση, εκλογή
2. η εκ τών προτέρων κρίση.