πρόχυσις

Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A pouring out, οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο,= προέχεε, Hdt.1.160.    II π. τῆς γῆς deposition of mud by water, alluvial soil, Id.2.5; π. ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ ib.12, cf. A.R.2.964; Ἀσσυρίης π. χθονός D.P.772; π. ἰλυόεσσα Opp.H.1.116.    2 of sweat, ἡ δι' ὅλου τοῦ σώματος ἐν ἱδρῶτι π. Ph.1.29.    III metaph., pouring forth, τῶν παθῶν Longin.9.13, cf. Dam.Pr.84.

German (Pape)

[Seite 800] ἡ, das Ausgießen, auch von trockenen Dingen, Hinschütten; = οὐλοχύται, Her. 1, 160; τῆς γῆς, das Anspülen, Anschlämmen der Erde durch einen Fluß, 2, 5. 12, wie πρόχυσις ἰλυόεσσα Opp. Hal. 1, 116; D. Per. 772.

Greek (Liddell-Scott)

πρόχῠσις: ἡ, (προχέω), ἔκχυσις, πρ. τῆς γῆς, κατάθεσις ἰλύος ἐκ τοῦ ὕδατος, γῆ σχηματισθεῖσα ἐκ προσχώσεως, Λατ. alluvies, Ἡρόδ. 2, 5· πρ. ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ αὐτόθι 12· πρ. ἰλυόεσσα Ὀππ. Ἁλ. 1. 116· ― παρ’ Ἡροδ. 1. 160, οὐλὰς κριθῶν πρόχυσιν ἐποιέετο (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), τὸ πρόχυσιν ἐποιέετο, δέον νὰ ληφθῇ ὡς ἁπλοῦν ῥῆμα, = προέχεε· ― ἐν τοῖς Κλημεντίοις 108Α πρόχυσις = λοιβή, σπονδή. ΙΙ. μεταφ., ἔκχυσις, ἐξόρμησις, τῶν παθῶν Λογγῖν. 9. 13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de verser ; alluvion.
Étymologie: προχέω.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, Α προχέω
1. ροή προς τα εμπρός, έκχυση («οὐλὰς κριθέων πρόχυσιν ἐποιέετο», Ηρόδ.)
2. συγκέντρωση ιλύος, λάσπης, έδαφος που σχηματίστηκε από πρόσχωση (α. «πρόχυσιν ἐξ Αἰθιοπίης κατενηνειγμένην ύπό τοῡ ποταμοῡ», Ηρόδ.
β. «πρόχυσις ἰλυόεσσα», Οππ.)
3. έκκριση ιδρώτα («ἡ δι' ὅλου τοῡ σώματος ἐν ἱδρῶτι πρόχυσις», Φίλ.)
4. μτφ. ξέσπασμα, έκρηξηπρόχυσις τῶν παθῶν», Λογγίν.).