ρείθρο

Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / ῥεῑθρον, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥέεθρον Α
ρυάκι, ρεύμα νερού (α. «Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα», Ομ. Ιλ.
β. «ῥέεθρον ἁγνοῡ Στρυμόνος», Αισχύλ.
γ. «ἐκτρέψασα τοῡ ποταμοῡ τὸ ῥέεθρον», Ηρόδ.)
2. η κοίτη του ποταμού, η ροή του ποταμού μέσα στην κοίτηὅταν διαβατὸν τὸ ῥέεθρον ἴδωνται γενόμενον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. το αυλάκι που σχηματίζεται, στην άκρη του δρόμου, δίπλα στο πεζοδρόμιο
2. φρ. «ρείθρα τριχωτά» — οι γραμμές που ακολουθούν σε ορισμένη κατεύθυνση οι τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέω + επίθημα -ε-θρον (βλ. -θρον). Ο τ. ῥεῖθρον < ῥέεθρον με συναίρεση].