ρήμα
Greek Monolingual
το / ῥῆμα, ΝΜΑ
1. αυτό που έχει λεχθεί, ο λόγος (α. «ρήματα της καυχήσεως του Αιμιλιανού Μονάῃ», Καβάφ. β. «τὰ δέκα ῥήματα» — ο δεκάλογος, ΠΔ)
2. γραμμ. κλιτό μέρος του λόγου, που δείχνει ότι το υποκείμενο ενεργεί, παθαίνει ή βρίσκεται σε μια κατάσταση
αρχ.
1. φράση, σε αντιδιαστολή προς τη μεμονωμένη λέξη, δηλαδή προς το όνομα
2. στίχος
3. (στην ΠΔ και ΚΔ) το θέμα της διήγησης
4. παροιμ. φρ. «ῥήματα ἀντ' ἀλφίτων» — λεγόταν όταν δινόταν σε κάποιον όχι εκείνο που είχε ανάγκη, αλλά κάτι άλλο, άσχετο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα Fερε- (πρβλ. (Fερέω, -ῶ < Fερέσω, μέλλ. του λέγω) με μηδενισμένο το πρώτο και εκτεταμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. εἴρηκα, εἴρημαι) + κατάλ. -μα (βλ. και λ. εἴρω (ΙΙ)].