το, Ν στραβώνω1. το να γίνει στραβό, κυρτό κάτι, στρέβλωση, κύρτωση («το σίδερο θέλει κι άλλο στράβωμα»)2. μετατόπιση από την ευθεία, το να γίνει κάτι λοξό3. τύφλωση, απώλεια της όρασης.