στράβωμα

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν στραβώνω
1. το να γίνει στραβό, κυρτό κάτι, στρέβλωση, κύρτωση («το σίδερο θέλει κι άλλο στράβωμα»)
2. μετατόπιση από την ευθεία, το να γίνει κάτι λοξό
3. τύφλωση, απώλεια της όρασης.