στρογγυλοκάθομαι

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
1. κάθομαι αναπαυτικά
2. μτφ. παραμένω κάπου για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να έχω διάθεση να φύγω («ἡλθαν στο σπίτι μας και στρογγυλοκάθησαν τέσσερεις εβδομάδες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγυλός + κάθομαι. Κατά μία άποψη, η σημ. του ρ. προήλθε από ένα έθιμο σύμφωνα με το οποίο οι φιλοξενούμενοι του σπιτιού έτρωγαν σε στρογγυλό τραπέζι].