τριόρχης

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A with three testicles: metaph., very lecherous, Timae.145.    II a kind of hawk, perh. buzzard, Buteo vulgaris, Ar.Av.1181, cf. Arist.HA 592b3, 609a24, 620a17, Thphr.HP9.8.7; τριόρχας αἰετούς Lyc. 148; παῖδες τ. (with pun on ὀρχέομαι) Ar.V.1534 cod. B (-οις codd. RV) (lyr.); v. τρίορχος.    III = κενταυρίς 1, Plin.HN25.69 (where triorchis, mistranslating Thphr. l. c.).    2 = σεραπιάς, Aët.15.13, Paul. Aeg.4.25.

Greek (Liddell-Scott)

τριόρχης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων τρεῖς ὄρχεις· μεταφορ. λίαν ἀσελγής, λάγνος, Τίμαιος παρὰ Πολυβ. 12. 15, 2. ΙΙ. εἶδος ἱέρακος ἢ ἰκτίνου, ἴσως Falco buteo, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1181, Σφ. 1534· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 8. 3, 1., 9. 1, 16., 36. 1· καὶ ἴδε τρίορχος. ΙΙΙ. ὄνομα τοῦ φυτοῦ κενταυρίς, Plin. N. H. 25, 6, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 7. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 68.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de faucon, oiseau.
Étymologie: τρεῖς, ὄρχις.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. μτφ. αυτός που έχει τρεις όρχεις, ο λάγνος, ο ασυγκράτητος σεξουαλικά
2. ονομασία αρπακτικού πτηνού
3. ονομασία του φυτού κενταυρίς
4. ονομασία του φυτού σεραπιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὄρχις, κατά τα αρσ. σε -ης (πρβλ. ἔν-ορχης). Κατ' άλλη άποψη, όμως, πρόκειται για δάνεια λ. που παρετυμολογικά έχει συνδεθεί με τη λ. ὄρχις και μτφ. έλαβε τη σημ. του λάγνου, του ακόλαστου].