τηλεγραφικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. τηλεπ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεγραφία και στον τηλεγραφητή (α. «τηλεγραφική επικοινωνία» β. «τηλεγραφικό σήμα»)
2. μτφ. πολύ σύντομος, επιγραμματικός, λακωνικός («τηλεγραφική διατύπωση»)
3. φρ. α) «τηλεγραφική γραμμή» — σύρμα ή καλώδιο που χρησιμοποιείται ως αγωγός τών τηλεγραφικών σημάτων
β) «τηλεγραφική ταινία»
τηλεπ. διάτρητη χαρτοταινία που χρησιμοποιείται για τη μετάδοση τηλεγραφικών σημάτων ή πληροφοριών
γ) «τηλεγραφικός κώδικας»
τηλεπ. είδος λεξιλογίου που χρησιμοποιείται στην τηλεγραφία και σύμφωνα με το οποίο κάθε λέξη του τηλεγραφικού κώδικα μεταφράζεται σε ολόκληρη φράση
δ) «τηλεγραφικό λεξικό»
ναυτ. βιβλίο που περιέχει όλες τις λέξεις τών τηλεγραφικών κωδίκων μαζί με τους αντίστοιχους αριθμούς και τη λεπτομερή σημασία τους.
επίρρ...
τηλεγραφικώς και τηλεγραφικά Ν
1. μέσω τηλεγράφου, με τηλεγράφημα
2. με τηλεγραφικό τρόπο, με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέγραφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στον Αδ. Κοραή].