τονώνω

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

τονῶ, -όω, ΝΑ τόνος (Ι)]
1. δίνω σε κάτι τόνο, δύναμη, ζωή, ενδυναμώνω, ενισχύω (α. «το φάρμακο τον τόνωσε» β. «τρέφοισαι καὶ τόνοισαι καὶ τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς», Τιμ. Λοκρ.)
2. βάζω τόνο, τονίζω (α. «τονούμενη συλλαβή» β. «περὶ τῶν διαφόρως τονουμένων», Σχολ. Ιλ.)
νεοελλ.
μτφ. αναζωογονώ, ζωντανεύω («η χορήγηση του δανείου τόνωσε την επιχείρηση»)
αρχ.
(στους Στωικούς) διαμορφώνω με δημιουργική δύναμη της φωτιάς («[οὐσίαι] ἐπὶ τὸ οἰκεῑον τῇ φύσει αὐτῶν παραγίνονται σχῆμα τετονωμέναι», Στωικ.).