χαζός

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. (για πρόσ.) α) αυτός που χάσκει, χάχας
β) (κατ επέκτ.) ανόητος, ελαφρόμυαλος, βλάκας
2. (για πράγμ.) ανούσιος, ασήμαντος, χωρίς ενδιαφέρον ή καλό γούστο («χαζό έργο»).
επίρρ...
χαζά Ν
με χαζό τρόπο («γελάει χαζά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάζι. Ορισμένοι, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι το επίθ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τους τ. χασμός «χασμουρητό» και χανδός «αυτός που έχει μεγάλη τρύπα», με παρασυσχετισμό προς τη λ. χάζι].