αεροπέδη

Revision as of 10:31, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

η (ή φθορέας spoiler)
(Αερον.) μικρή στενή πλάκα ή σειρά από πλάκες, ή άλλη διάταξη που προεξέχει από την επάνω επιφάνεια της πτέρυγας ή από την άτρακτο του αεροπλάνου και χρησιμεύει για να αυξήσει την οπισθέλκουσα, υποβοηθώντας έτσι την επιβράδυνση του αεροπλάνου. Λέγεται και αερόφρενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + πέδη
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. air brake].