ατραπός
Greek Monolingual
η (AM ἀτραπός, Α και ἀτραπός και ἀταρπιτός)
στενό πέρασμα, μονοπάτι
νεοελλ.
(τοπογρ.) όρος που χαρακτηρίζει φυσικές στενές διελεύσεις ορεινών εδαφών, βατές μόνο από πεζούς και ζώα, οι οποίες δημιουργούνται από τη συχνή διέλευση μικρών ζώων (όπως αιγοπρόβατα κ.ά.)
αρχ.
1. πορεία ή κατεύθυνση στη ζωή, τρόπος ζωής
2. «μύρμηκος ἀτραπός» — ανεβοκατεβάσματα της φωνής από κιθαριστή ή τραγουδιστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. ατραπός < α- (αθροιστικό) + (θ.) τραπ- (συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας trep- «πατώ, τρέχω με μικρά βήματα, ποδοκροτώ) του ρ. τραπέω «πατώ, καταπατώ» (πρβλ. και τροπέοντο «επάτουν», Ησύχ.), ενώ η σύνδεση με το τρέπω δεν είναι τόσο ικανοποιητική. Τη λ. ατραπός χρησιμοποίησε ο Ηρόδοτος προκειμένου να δηλώσει το μονοπάτι από το οποίο οι Πέρσες περικύκλωσαν τις Θερμοπύλες].