προθύω

Revision as of 19:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

fut.

   A -θύσω E.Ion805, SIG548.11 (Delph., iii B.C.), Berl.Sitzb.1927.160 (Cyrene), -θύσομαι Ar.Th.38:—sacrifice or offer first, πρὸ πάντων θεῶν τῇ Ἑστίᾳ πρώτῃ Pl.Cra.401d; π. καὶ προμαντεύεσθαι Michel 995 D40 (Delph., iv B.C.); act as προθύτης, SIGl.c.: c. acc., τὴν θυγατέρα Plu.2.310d:—more freq. in Med., π. τῷ διὶ τὰ πέμματα take care that they are offered, CIG3599.24 (Assos); προεθύετο ταῖς Μούσαις ὁ βασιλεύς Plu.Lyc.21, cf. IG42(1).121.42 (Epid., iv B.C.), 2.1651: metaph., to have a person sacrificed or slaughtered before, J.BJ1.19.3, Luc. Tox.50, Charito 7.3, Hld.9.24.    II sacrifice for or in behalf of, παιδός E.Ion 805; ὑπὲρ χθονὸς ἀρότου Id.Supp. 29. (Both senses in Ar.Th.38.)

German (Pape)

[Seite 724] (s. θύω), vorher od. vorläufig opfern; προθυσόμενος τῆς ποιήσεως Ar. Thesm. 38; πρὸ πάντων θεῶν τῇ Ἑστίᾳ πρώτῃ προθύειν Plat. Crat. 401 d; προεθύετο ταῖς Μούσαις Plut. Lycurg. 21; für Einen opfern, παιδὸς προθύσων ξένια καὶ γενέθλια Eur. Ion. 805; ὑπὲρ χθονός Suppl. 29.

Greek (Liddell-Scott)

προθύω: μέλλ. -θύσω, Εὐρ. Ἴων 805, -θύσομαι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 38· -θύω ἢ προσφέρω πρότερον, πρὸ πάντων τῶν θεῶν τῇ Ἑστίᾳ πρώτῃ Πλατ. Κρατ. 401D· τινὰ ταῖς Μούσαις Πλουτ. Λυκοῦργ. 21· ― Μέσ., πρ. τῷ Διὶ τὰ πέμματα Συλλ. Ἐπιγρ. 3599· 24· καὶ μεταφορ., θυσιάζω, σφάζω τινὰ πρότερον, Λουκ. Τόξ. 50, Ἡλιόδ. 9. 24. ΙΙ. θύω ὑπέρ τινος, παιδὸς προθύσων ξένια καὶ γενέθλια Εὐρ. Ἴων 805· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 29· ― ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 38, ἀμφότεραι αἱ σημασίαι φαίνονται συνημμέναι.

French (Bailly abrégé)

sacrifier auparavant : τινί, à qqn.
Étymologie: πρό, θύω.

Greek Monolingual

Α
1. προσφέρω θυσία προηγουμένως
2. ενεργώ ως προθύτης
3. μτφ. σφάζω κάποιον προηγουμένωςδέδια μὴ προθύσηταί με τοῡ πολέμου χεῑρα οὐ μικρὰν ἤδη περιβελβημένος», Λουκιαν.)
4. θυσιάζω για χάρη κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + θύω «θυσιάζω»].

Greek Monotonic

προθύω: μέλ. -θύσω και -θύσομαι,
I. θυσιάζω ή προσφέρω από πριν, σε Πλάτ.· Μέσ., έχω θυσιάσει ή σφαγιάσει ένα πρόσωπο από πριν, σε Λουκ.
II. θυσιάζω αντί ή στη θέση κάποιου άλλου, με γεν., σε Ευρ.· ὑπέρ τινος, στον ίδ.