κατοίκησις

Revision as of 19:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A settling in a place, διὰ τὴν ταύτῃ κ. Th. 2.15.    II dwelling, abode, Pl.Ti.71b, Criti.115c, LXX Ge.10.30, etc.; τὴν κ. εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι Ev.Marc.5.3; inhabited district, ἡ κατὰ τὴν Ἰταλίαν κ. Ath.12.523e.

German (Pape)

[Seite 1402] ἡ, das Bewohnen, die Wohnung, der Aufenthaltsort; τὴν παλαιὰν ταύτῃ κατοίκησιν Thuc. 2, 15; Plat. Tim. 71 b; ἐν ταύτῃ τῇ τοῦ θεοῦ καὶ τῶν προγόνων κατοικήσει Critia. 115 c; Sp., wie Plut. Lys. 28.

Greek (Liddell-Scott)

κατοίκησις: -εως, ἡ, τὸ νὰ κατοικῇ τις ἔν τινι τόπῳ, ἡ διαμονή, διατριβή, κατοικία, διὰ τὴν ταύτῃ κ. Θουκ. 2. 15, Πλάτ. Τίμ. 71B, Κριτί. 115C, κτλ.· ἡ κατὰ τὴν Ἰταλίαν κ. Ἀθήν. 523Ε, (διάφορ. τοῦ κατοίκισις, ὡς τὸ κατοικεῖν τοῦ κατοικίζειν).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de s’établir dans un lieu;
2 habitation, résidence.
Étymologie: κατοικέω.

English (Strong)

from κατοικέω; residence (properly, the act; but by implication, concretely, the mansion): dwelling.

English (Thayer)

κατοικήσεώς, ἡ (κατοικέω), dwelling, abode: Thucydides, Plato, Plutarch.)

Greek Monotonic

κατοίκησις: -εως, ἡ, διαμονή σ' έναν τόπο, σε Θουκ.