Κέρβερος

Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ὁ, Cerberus, the many-headed dog of Hades, Hes.Th. 311, etc.    II name of a bird, Ant.Lib.19.3.

Greek (Liddell-Scott)

Κέρβερος: ὁ, ὁ πεντηκοντακέφαλος κύων τοῦ Ἅιδου, ὅστις ἐφύλαττε τὰς πύλας τοῦ κάτω κόσμου, Ἡσ. Θ. 311· βραδύτερον ἐλέγετο ὅτι ἦτο τρικέφαλοςτρισώματος, τὸν τρισώματον κύνα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34· θῆρα... τὸν τρίκανον αὐτόθι 611, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 5, 12, κτλ.· ὁ κύων τοῦ Ἅιδου μνημονεύεται ἐν Ἰλ. Θ. 368, Ὀδ. Λ. 623, ἀλλ’ ἄνευ ὀνόματός τινος ἢ περιγραφῆς. ― Κατὰ τὸν Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ Κέρβερος ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Τυφωέως καὶ τῆς Ἐχίδνης· τὸ δὲ ὄνομα φαίνεται ὅτι σημαίνει «σκοτεινὸς» καὶ ἴσως εἶναι συγγενὲς τῷ Κιμμέριοι· πρβλ. Κερβέριοι.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Cerbère, chien à trois têtes qui gardait l’entrée des enfers.
Étymologie: DELG emprunt méditerranéen.

English (Slater)

Κέρβερος hundred headed dog of the underworld. test., Σ Hom., Θ 368: Πίνδαρος μὲν οὖν ἑκατόν, Ἡσίοδος δὲ πεντήκοντα ἔχειν αὐτὸν (= Κέρβερον) κεφαλάς φησιν fr. 249b ad Δ. 2. v. fr. 249a ad Δ. 2, cf. titulum.

Greek Monotonic

Κέρβερος: ὁ, ο Κέρβερος, ο σκύλος του Άδη με τα σαράντα κεφάλια, που φρουρούσε την πύλη του Κάτω Κόσμου, σε Ησίοδ.· έπειτα, θεωρείτο ότι είχε τρία κεφάλια και σώματα, σε Ευρ.