ὑφίζω
English (LSJ)
A sit down, crouch, E.Rh. 730 (troch.). II sink down, fall in, D.C.68.25:—Med., Opp.H.4.246; τὸ πρὸς ἁφὴν -όμενον σῶμα Ocell.2.3. III v. ὑφεῖσα.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφίζω: καθίζω κάτω, «ζαρώνω», Εὐρ. Ρῆσ. 730. ΙΙ. ὡς τὸ ὑφιζάνω, κατακαθίζω, βυθίζομαι, ὄρη ἄλλα ὑφίζησε Δίων Κ. 68. 25· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 246.
Greek Monolingual
Α
1. ὑφιζάνω
2. υφίσταμαι καθίζηση
3. (μτβ.) τοποθετώ κάποιον σε ενέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἵζω «καθίζω, τοποθετώ, βυθίζομαι»].
Greek Monotonic
ὑφίζω: κατακάθομαι, ζαρώνω, μαζεύομαι, κουλουριάζομαι, σε Ευρ.