δεραιοπέδη

Revision as of 22:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ,

   A collar, AP6.14 (Antip. Sid.), 9.76 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 548] ἡ, = δειροπέδη, Ant. Sid. 15. 62 (VI, 14 IX, 76).

Greek (Liddell-Scott)

δεραιοπέδη: ἡ, = δειροπέδη, Ἀνθ. Π. 6. 14., 9. 76.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
collet pour les oiseaux.
Étymologie: δέραιον, πέδη.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s):AP 6.14 (Antip.Sid.); δειροπέδη Gr.Naz.Mul.Orn.229, An.Boiss.4.373
1 lazo que aprieta el cuello usado para cazar pájaros AP l.c., 9.76 (ambos Antip.Sid.).
2 collar, torque para el cuello Gr.Naz.l.c.

Greek Monolingual

δεραιοπέδη, η (Α)
η δεροπέδη, το περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέραιον + πέδη «ο δεσμός, το δέσιμο» (πρβλ. ιστοπέδη, ισχνοπέδη)].

Greek Monotonic

δεραιοπέδη: ἡ, κολάρο, περιλαίμιο, βρόχος, θηλιά, σε Ανθ.