λυμεών

Revision as of 00:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (λύμη)

   A destroyer, corrupter, λ. ἐμός S.Aj.573; γυναικῶν E.Hipp.1068; σωτῆρες ἀλλὰ μὴ λυμεῶνες [τῶν Ἑλλήνων] Isoc. 8.141, cf. 4.80; λυμεῶνι σώματος θαλάσσᾳ Tim.Pers.81; ὁδουροὶ λ., of robbers, E.Fr.260, cf. J.BJ4.3.9; φόβος τῶν ἡδέων λ. X.Hier.6.6; κοινὸς λ. τῆς πόλεως SIG799.23 (Cyzic., i A.D.); τῆς τέχνης, of bad physicians, Gal.9.916; σκύλακας . . λ. τῶν ποιμνίων Jul.Or.2.87a; ὄφιν λ. ἀνθρωπίνης γενέσεως Id.Gal.93d.

Greek (Liddell-Scott)

λῡμεών: -ῶνος, ὁ, (λύμη) καταστροφεύς, διαφθορεύς, ὁ λ. ἐμὸς Σοφ. Αἴ. 573· λ. γυναικῶν Εὐρ. Ἱππ. 1068· σωτῆρες ἀλλὰ μὴ λυμεῶνες τῶν Ἑλλήνων Ἰσοκρ. 187Β, πρβλ. 56Ε· ἔπαυσ’ ὁδουροὺς λυμεῶνας, ἐπὶ τῶν ἐν ὁδῷ κακουργούντων, δηλ. τῶν λῃστῶν, Εὐρ. Ἀποσπ. 262· φόβος τῶν ἡδέων λυμεὼν Ξεν. Ἱέρ. 6, 6.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
fléau.
Étymologie: λύμη.

Greek Monolingual

ο (AM λυμεών, -ῶνος)
1. καταστροφέας, αφανιστής, εξολοθρευτής («σκύλακας... λυμεῶνας τῶν ποιμνίων», Ιουλ.)
2. διαφθορέας, εκμεταλλευτής («οι λυμεώνες της κοινωνίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύμη «καταστροφή, όλεθρος» + κατάλ. -εών (πρβλ. απατ-εών)].

Greek Monotonic

λῡμεών: -ῶνος, ὁ (λύμη), καταστροφέας, διαφθορέας, σε Σοφ., Ευρ.