προπάσχω

Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A suffer first or beforehand, Hdt.7.11, Th.3.82, etc.; τι S.OC230 (lyr.), Antipho 2.1.5, Pl.R.376a; to be ill-treated before, ὑφ' ἡμῶν Th.3.67; π. οὐδὲν ἀγαθόν X.Mem.2.2.5: generally, to be previously affected or modified, Plu.2.725a, Plot.4.5.2.

German (Pape)

[Seite 739] (s. πάσχω), vor, vorher, voraus leiden; Soph. O. C. 229; Her. 7. 11; ὑπό τινος, Thuc. 3, 67. 82; οὐδὲν κακὸν προπεπονθώς, Plat. Rep. II, 376 a.

Greek (Liddell-Scott)

προπάσχω: πάσχω πρῶτος ἢ πρότερον, Ἡρ. 7. 11, Θουκ. 3· 82, κτλ.· τι Σοφ. Ο. Κ. 230, Ἀντιφῶν 126, 4, Πλάτ. Πολ. 376Α· παρηνόμησαν [παρενόμησάν] τε οὐ προσπαθόντες ὑφ’ ἡμῶν, οὐ παθόντες ὑφ’ ἡμῶν κακόν τι πρότερον, Θουκ. 3. 67· ― ἀγαθὸν πρ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ao.2 προέπαθον, pf. προπέπονθα;
1 souffrir auparavant ou le premier, acc. : προπάσχειν ὑπό τινος être maltraité auparavant par qqn;
2 en b. part éprouver le premier ou auparavant, acc..
Étymologie: πρό, πάσχω.

English (Strong)

from πρό and πάσχω; to undergo hardship previously: suffer before.

English (Thayer)

(προπάτωρ) προπατορος, ὁ (πατήρ), a forefather, founder of a family or nation: L T Tr WH. (Pindar, Herodotus, Sophocles, Euripides, Plato, Dio Cassius, 44,37; Lucian, others; Plutarch, consol. ad Apoll. c 10; Josephus, Antiquities 4,2, 4; b. j. 5,9, 4; Ev. Nicod. 21. 24. 25f; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

Α
1. υφίσταμαι κάτι πρώτος, πριν από κάποιον άλλο ή προηγουμένως (α. «οὐδὲν δὲ κακὸν προπεπονθώς», Πλάτ.
β. «παρενόμησάν τε οὐ προπεπονθότες ὑφ' ἡμῶν», Θουκ.)
2. ταλαιπωρούμαι, δεινοπαθώ προηγουμένως, («προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες... ἐν Φιλίπποις», ΚΔ)
3. είμαι από πρὶν φτειαγμένος...

Greek Monotonic

προπάσχω: υποφέρω πρώτος ή από πριν, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· υφίσταμαι άσχημη μεταχείριση από πριν, ὑπό τινος, σε Θουκ.· επίσης, ἀγαθὸν προπάσχω, σε Ξεν.