στέρομαι

Revision as of 01:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Dor. imper. 3sg. σταρέστω BCH50.15 (Delph., iv B.C.); only used in pres. and impf., the other tenses being derived from στερέομαι (v. στερέω):—

   A to be without, lack, lose, νίκης τε στέρεται Hes. Op.211; στέρεσθαι τῆς χώρης Hdt.8.140.α', cf. Th.1.70, al.; στερομέναν φίλων A.Ag.1429 (lyr.), cf. E.IA889 (troch.); στέρεσθαι κρατός A. Pers.371; στέρομαι δ' οἴκων, σ. παίδων E.Ion865 (anap.); φίλτρων στέρομαι Id.El.1309 (anap.); στερόμενος ὧν ὁ θεὸς ἔδωκεν Antipho 4.1.3; στερέσθω τῆς ἀρχῆς Pl.Lg.948a; ὅπως ἂν . . τῶν αὑτῶν στέρωνται Id.R.433e; στερέσθω τοῦ βοσκήματος IG12(9).90.12 (Eretria, iv B.C.), cf. PHib.1.29.20 (iii B.C.), PRev.Laws 49.22, al. (iii B.C.); τῶν ὑπαρχόντων στέρεσθαι BGU1812.6 (i B.C.), cf. στερέω: abs., χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι S.Tr.136 (lyr.); ὑπὸ Ἀγησιλάου στέρεσθαι οὐδεὶς οὐδὲν πώποτε ἐνεκάλεσε X.Ages.4.1.

German (Pape)

[Seite 938] gew. nur praes. u. impt. als pass. zu στερέω (vgl. dies u. στερίσκω), beraubt sein, entbehren, τινός; νίκης, Hes. O. 213; χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι, Soph. Trach. 136; στέρομαι δ' οἴκων, στέρομαι παίδων, Eur. Ion 815; Phoen. 391 und öfter; στέρεσθαι τῆς χώρης, Her. 8, 140, 1; εἴπερ στερόμεθα ἐπιστήμης, Plat. Theaet. 196 e; Soph. 146 c u. öfter; Xen. An. 3, 2, 2 Conv. 4, 31 n. A., wie Pol. 2, 61, 10. – Als aor. kann man dazu rechnen ἐστέρην; σοῦ στερέντα, Eur. Alc. 625, oft; auch φασγάνῳ βίον στερείς, Hel. 94; u. fut. στερήσομαι, ich werde beraubt werden, entbehren, οἵου στερήσεσθ' ἀνδρός, Hipp. 1460 El. 308.

Greek (Liddell-Scott)

στέρομαι: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., οἱ δὲ ἄλλοι χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ στερέομαι (ἴδε τὴν λέξιν)· - εἶμαι ἄνευ τινὸς πράγματος, ἔχω ἔλλειψίν τινος, χάνω, Λατ. carere, νίκης τε στέρεται Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 209· στέρεσθαι τῆς χώρης Ἡρόδ. 8. 140, 1· στερομέναν φίλων Αἰσχύλ. Πέρσ. 371· στέρομαι δ’ οἴκων στ. παίδων Εὐρ. Ἴων 865· φίλτρων στέρομαι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1309· στερόμενος ὦν ὁ θεὸς ἔδωκεν Ἀντιφῶν 125. 27· στερέσθω τῆς ἀρχῆς Πλάτ. Νόμ. 948Α· ὅπως ἂν .. τῶν αὐτῶν στέρωνται ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 433Ε, κτλ.· - ἀπολ., χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι Σοφ. Τρ. 136· ὑπὸ Ἀγησιγάου στέρεσθαι οὐδεὶς οὐδὲν πώποτε ἐνεκάλεσε Ξεν. Ἀγησ. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et fut.
être privé de, gén..
Étymologie: cf. στερέω, στερίσκω.

Greek Monolingual

Α
μού λείπει κάτι, στερούμαι ενός πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία, αμφίβολη όμως, άποψη, το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα ster- «κλέβω» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. serb «κλοπή», καθώς και με τα αρχ. άνω γερμ. stelan «κλέβω» (πρβλ. γερμ. stehlen), γοτθ. stilan «κλέβω». Το σύστημα κλίσης του ρ. στέρομαι εμφανίζει ποικιλία τ. Αρχικός είναι ο τ. του ενεστ. στέρομαι, σχηματισμένος από την απαθή βαθμίδα, απ' όπου προήλθαν με πρόσφυμα -η/ē- οι τ. τών άλλων χρόνων: ἐστέρην, στερήσομαι, ἐστερήθην, στερηθήσομαι, ἐστέρησα, στερήσω. Απαντούν, επίσης, και τ. ανώμαλοι όπως ο αόρ. ἐστέρεσα (σχηματισμένος πιθ. κατά το ὤλεσα) και η προστ. σταρέστω, η οποία έχει προέλθει πιθ. από τον τ. στερέσθω με τροπή του –ε σε -α- πριν από το -ρ- ή, κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σταρ- της ρίζας στερ-. Παρλλ., τέλος, προς τον ενεστ. στέρομαι απαντούν και οι τ. στερῶ και στερίσκω].

Greek Monotonic

στέρομαι: μόνο σε ενεστ. και παρατ., στερέομαι, έχω έλλειψη κάποιου πράγματος, στερούμαι, δεν έχω επάρκεια σε, Λατ. carere, με γεν., σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., υποφέρω απώλεια, σε Σοφ., Ξεν.