τηνικάδε
English (LSJ)
Adv. = foreg., answering to a Relat.,
A at this time, then, ἐπεὶ... τ. . . Plb.16.11.6; ἐπειδὴ... τὸ τ. Id.16.30.7, cf. Ph.Bel.66.13, 74.38; also after ὁρῶν = ἐπεὶ ἑώρα, Plb.10.28.5. 2 abs., at this time of day, so early, τοῦ ἕνεκα τ. ἀφίκου; Pl.Cri.43a, cf. Prt.310b; αὔριον τ. to-morrow at this time, Id.Phd.76b: c. gen., τ. τῆς ὥρας, τοῦ καιροῦ, at this season of the year, Ael.NA1.36, 4.27.
German (Pape)
[Seite 1108] adv., = τηνίκα (wie τόσος, τοσόσδε, ἔνθα, ἐνθάδε u. ä.); μὴ αὔριον τηνικάδε οὐκέτι ᾖ οἷός τε, morgen um diese Zeit, Plat. Phaed. 76 c; bes. = so früh am Tage, Prot. 310 b Crat. 43 a.
Greek (Liddell-Scott)
τηνῐκάδε: Ἐπίρρ. = τῷ προηγ., ἀνταποδιδόμενον εἰς ἄλλο χρονικὸν μόριον, ἐπεί..., τηνικάδε... Πολύβ. 16. 11, 6· ἐπειδή..., τὸ τ. αὐτόθι 30. 7· ὡσαύτως μετὰ τὸ ὁρῶν = ἐπεὶ ἑώρα, ὁ αὐτ. 10. 28, 5. 2) ἀπολ., κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας, κατὰ ταύτην τὴν ὥραν, τόσον ἐνωρίς, τί τηνικάδε ἀφῖξαι, ὦ Κρίτων; ἢ οὐ πρῲ ἔτι ἐστίν; Πλάτ. Κρίτων 43Α· τοῦ ἕνεκα τηνικάδε ἀφίκου; Πρωταγ. 310Β· αὔριον τ., αὔριον κατὰ τοιαύτην ὥραν, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 76Β μετὰ γεν., τ. τῆς ὥρας, τοῦ καιροῦ, κατὰ ταύτην τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, Αἰλ. π. Ζ. 1. 36., 4. 27.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 à ce moment du jour, à cette heure-ci;
2 en gén. à ce moment ; avec un gén. : τηνικάδε τῆς ὥρας ÉL à ce moment de la saison.
Étymologie: τηνίκα, -δε, cf. ὅδε.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. τότε ακριβώς («τηνικάδε πιστεύσαντες τοῑς λεγομένοις παρέδοσαν τήν πόλιν», Πολ.)
2. τέτοια ώρα, τόσο νωρίς («τί τηνικάδε ἀφῑξαι, ὦ Κρίτων, ἤ οὐ πρῴ ἔτι ἐστίν;» Πλάτ.)
3. τέτοια ώρα ή τέτοια εποχή (α. «αὔριον τηνικάδε», Αιλ.
β. «τηνικάδε τοῡ καιροῡ», Αιλ.)
4. φρ. «ὁρῶν τηνικάδε» — όταν είδε (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηνίκα + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε (Ι), πρβλ. ἐνθά-δε].
Greek Monotonic
τηνῐκάδε: επίρρ., αυτή τη στιγμή της ημέρας, τόσο νωρίς, σε Πλάτ.