δέλφαξ

Revision as of 10:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ (cf. Ath.9.375a, ὁ, Epich.100.4, Sopat.5, Pl.Com. 110), Hippon.70 B, Hdt.2.70, Ar.Fr.506.4, Eup.281, Theopomp. Com. 48, Arist.HA573b13:—

   A pig, ll. cc., etc.; full-grown, opp. χοῖρος, Ar. Byz. ap. Ath. l.c.; sacrificed to Persephone, IG3.77.7.

German (Pape)

[Seite 544] ακος, ὁ u. ἡ, B. A. p. 88; Ath. IX, 374 d 656 f; Schwein, Her. 2, 70; oft comici. Von Arist. an Ferkel, H. A. 6, 18.

Greek (Liddell-Scott)

δέλφαξ: -ᾰκος, ἡ, κυρίως θηλ. (Ἀθήν. 375Α), καὶ οὕτως εὕρηται παρ’ Ἡροδ. 2. 70, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Εὐπόλ. Χρυσ. γεν. 11, Θεόπομπ. Πηνελ. 2, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 18, 19· ἀλλ’ ἀρσεν., Ἐπίχ. 71 Ahr., Πλάτ. Κωμ. Ποιητ. 5· - μικρός, νέος χοῖρος, χοιρίδιον, ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· θυσιαζόμενον εἰς τὴν Περσεφόνην, Συλλ. Ἐπιγρ. 523.

French (Bailly abrégé)

ακος (ἡ, postér. ὁ)
1 cochon, porcelet, animal;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: DELG pê de δελφύς si le mot s’applique essentiellement à la jeune truie adulte.

Spanish (DGE)

-ᾰκος, ἡ

• Morfología: [tb. ὁ]
1 cerdo adulto, Anaxil.12, Sopat.5, Nicoch.22, op. χοῖρος Cratin.155, Euang.1.6, Ar.Byz.Fr.170, Ἐφεσίη δ. quizá ref. a una mujer, Hippon.136
cerdo joven, lechón o lechoncillo Anan.5.4, Hdt.2.70, Epich.51.4, S.Fr.671, Philox.Leuc.(b) 27, Pl.Com.118, Epicr.6.4, Eub.14.4, Crobyl.6.1, Ar.Fr.520.6, Eup.301, Theopomp.Com.49, Arist.HA 573b13, PSI 379.6, 22, PPetr.2.25(a).10, BGU 1495.3 (todos III a.C.), PTeb.883.7 (II a.C.), IG 12(2).72.9 (Mitilene II a.C.), IG 22.1367.7 (I d.C.), Hdn.Epim.18, Aesop.87, Ael.NA 8.27, Alciphr.2.29.1, POxy.3425 (IV d.C.), 2048.5 (V d.C.), Aët.13.12.
2 cóm. coño Cratin.4.

• Etimología: Deriv. en -αξ (como κόραξ, σκύλαξ) de la r. que da lugar a δελφίς, δελφύς qq.u., e.e. *gelbh-.

Greek Monolingual

ο (Α δέλφαξ, ο, η)
νεοελλ.
μικρό πηδητικό Έντομο της οικογένειας τών δελφακιδών
αρχ.
χοίρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέλφαξ, που σχηματίζεται όπως τα κόραξ, σκύλαξ κ.ά., είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από κάποια αρχαία λ. με σημ. «μήτρα, κοιλιά» (ίσως δελφύς ή δέλφος, το) απ' όπου έλαβε τη σημ. «έμβρυο» και έπειτα «νεαρό ζώο», για να δηλώσει τελικά το «μικρό γουρούνι». Το δέλφαξ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται για το θηλυκό και σπανίως για το αρσενικό, ενώ η λ. χοίρος χρησιμοποιείται γενικότερα, δηλώνοντας σπανιότερα και το νεαρό ζώο].

Greek Monotonic

δέλφαξ: -ᾰκος, ἡ, νεαρό γουρούνι, γουρουνάκι, χοιρίδιο, σε Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέλφαξ -ακος, ἡ, ὁ [δελφύς: baarmoeder?] varken.