προσίζω

Revision as of 11:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

c. acc.,

   A come and sit near, πάγον, of suppliants, A.Supp.189; Ἄρτεμιν E.Hec.935 (lyr.); also π. περὶ τὰ βήματα Pl.R.564d; settle, ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν π. σαπρόν Arist.HA596b15; ἐν τοῖς ἄνθεσιν Thphr.CP5.10.3; adhere to, Dsc.5.95.    2 metaph., cleave to, μελέτημα π. τινί E.Fr.910.9 (anap.); συγγνώμονα ἀλλήλοισι γινώσκει πρὸς ὃ προσίζει· προσίζει γὰρ τὸ σύμφορον τῷ συμφόρῳ Hp.Vict.1.6; ἡ προσίζουσα αἰτίη the inherent cause, Aret.SD1.7.

German (Pape)

[Seite 766] (s. ἵζω), dabei sitzen, übh. = προσιζάνω; πάγον, am Hügel, Aesch. Suppl. 186; σεμνὰν προσίζουσ' Ἄρτεμιν, Eur. Hec. 935; περὶ τὰ βήματα προσῖζον, Plat. Rep. VIII, 564 c; Sp., wie Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

προσίζω: μέλλ. -ιζήσω, προσκαθέζομαι, καθέζομαι πλησίον, τινὶ Διοσκ. 5. 102· μετ’ αἰτ., ἔρχομαι καὶ κάθημαι πλησίον, πάγον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 189· Ἄρτεμιν Εὐρ. Ἑκάβ. 935 (πρβλ. καθίζω ἐν τέλ.)· ὡσαύτως, πρ. περὶ τὰ βήματα Πλάτ. Πολ. 564D· πρός τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 11, 2· ἔν τινι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 3· ― μεταφορ., προσκολλῶμαι εἴς τι, τοῖς τοιούτοις οὐδέποτ’ αἰσχρῶν ἔργων μελέτημα προοίζει Εὐρ. Ἀποσπ. 902. 9.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
être assis près de, se tenir auprès de, acc..
Étymologie: πρός, ἵζω.

Greek Monolingual

Α
1. (για ικέτη) έρχομαι και κάθομαι κοντά («πάγον προσίζειν τῶν δ' ἀγωνίων θεῶν», Αισχύλ.)
2. ησυχάζω, ηρεμώ («ἡ δὲ μέλιττα μόνον πρὸς οὐδὲν προσίζει σαπρόν», Αριστοτ.)
3. προσκολλώμαι, προσαρτώμαι σε κάτι
4. μτφ. αποτελώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, είμαι συμφυής («ἡ προσίζουσα αἰτίη» — η συμφυής, η έμφυτη αιτία, Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἵζω, άλλος τ. του ἕζομαι «κάθομαι»].

Greek Monotonic

προσίζω: μέλ. -ιζήσω, κάθομαι δίπλα, με αιτ., σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ίζω naast... gaan zitten, bij... zitten, met dat.:; οὐδὲ ῥανίδ ’... δρόσου τῷ σῷ προσίζειν ἀνδρὶ... ἐᾶις je laat nog geen dauwdruppel op je man zitten Eur. Andr. 228; met acc. (als smekeling) bij... gaan zitten, smeken. overdr. zich verbinden met, met πρός + acc. of met dat.. Hp.